- οδοιπόριον
- ὁδοιπόριον, τὸ (ΑΜ) [οδοιπόρος]χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη πλοίου για τον πλου με αυτό, τα ναύλα, ή, κατ' άλλους, οι προμήθειες τού οδοιπόρου για το ταξίδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁδοιπόριον — passagemoney neut nom/voc/acc sg ὁδοιπορέω walk imperf ind act 3rd pl (doric) ὁδοιπορέω walk imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηώθεν — ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α) επίρρ. 1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.) 3. πρωί πρωί, κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + θεν, κατάλ.… … Dictionary of Greek